περί

περί
ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α
πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον αφορά (α. «έγινε συζήτηση περί μετατάξεων» β. «περί ορέξεως ουδείς λόγος» γ. «τοῡ Θεοῡ περὶ ἡμῶν κρεῑττόν τι προβλεψαμένου», ΚΔ
γ. «ἠγγέλθη εὐθὺς τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα», Θουκ.)
β) (για δήλωση σκοπού) για χάρη κάποιου, υπέρ (α. «μεριμνώ περί τής θετικής εκβάσεως τού αγώνος» β. «εἷς οιωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» β. «ἐκ τοῡδ' ἀνδρός, οὗ θνήσκω πέρι», Ευρ.)
γ) για δήλωση αξίας, τιμής, σημασίας που δίνεται σε κάποιον ή σε κάτι (α. «τόν έχει περί πολλού» — τόν εκτιμά πολύ
β. «ἅπαντας τοὺς πολίτας περὶ οὐδενὸς ἡγήσατο», Λυσ.)
2. με αιτ. α) (για δήλωση τού αντικειμένου γύρω από το οποίο γίνεται μια κίνηση) γύρω, τριγύρω, ολόγυρα ή πλησίον, κοντά (α. «η περί τα Κούναξα μάχη» β. «μαρνάμενοι περὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ.)
β) για δήλωση τού αντικειμένου, τού πράγματος ή τού θέματος για το οποίο φροντίζει ή ενδιαφέρεται ή με το οποίο ασχολείται κανείς (α. «ασχολείται περί την μουσικήν» β. «οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν», Ισοκρ.)
γ) (για δήλωση αναφοράς ή σχέσεως) ως προς κάποιον ή κάτι, όσον αφορά («εὐσεβεῑν περὶ θεούς», Πλάτ.)
δ) (για δήλωση χρονικού σημείου ή αριθμού όχι ακριβώς καθορισμένου) περίπου, πάνω-κάτω (α. «περί τα μεσάνυχτα» β. «συνειλεγμένων... περὶ ἑπτακοσίιους», Ξεν.)
ε) φρ. «οι περί τον...» ή «οἱ περί τίνα» — οι οπαδοί, οι ακόλουθοι κάποιου («οἱ περὶ Ἡράκλειτον», Πλάτ.)
αρχ.
Ι. ως πρόθεση: 1. με γεν. α) πέριξ, ολόγυρα («ἡ δ' αὐτοῡ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῑο ἡμερὶς ἡβώωσα», Ομ. Οδ.)
β) πλησίον, κοντά
γ) (για δήλωση τής αιτίας για την οποία γίνεται κάτι παρά για δήλωση τού σκοπού) εξαιτίας, ένεκα («περὶ ἔριδος μάρνασθαι», Ομ. Ιλ.)
δ) (για δήλωση συγκριτικής υπεροχής) περισσότερο από κάθε άλλον («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων», Ομ. Ιλ.)
2. με δοτ. α) πέριξ, τριγύρω (α. «χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσι», Ομ. Ιλ.
β. «Αἴας περὶ Πατρόκλῳ ἥρωι βεβήκειν», Ομ. Ιλ.)
β) για κάποιον, εξαιτίας κάποιου ή για χάρη κάποιου (α. «ἀνάγκη... κινδυνεύοντα περὶ αὐτῷ», Αντιφ.
β. «μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς», Ηρόδ.)
II. ως επίρρ. 1. γύρω («γέλασσε δὲ πᾱσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.)
2. κοντά
3. πάρα πολύ, υπερβολικά («πέρι γὰρ σφε Ποσειδάων ἀγαπάζει», Οππ.)
4. φρ. α) «περὶ κῆρι» — εκ βάθους καρδίας, εγκαρδίως
β) «περί κάτω» — προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση περί ανάγεται σε ΙΕ τ. *per / peri, δηλωτικό κατεύθυνσης (πρβλ. παρά, πάρος, προ, προς) και εμφανίζει κατάλ. -ι πιθ. τοπικής πτώσης. Η πρόθεση περί συνδέεται με αρχ. ινδ. pari, αβεστ. pairi, καθώς και με τ. χωρίς ληκτικό -ι (πρβλ. λατ. per, γερμ. ver-, λιθουαν. perκ.λπ.). Η λ. μπορεί, επίσης, να συνδεθεί με τα: πέρα.*, πείρω* και πιθ. το εγκλιτικό μόριο -περ. Ο τ. πέρι έχει σχηματιστεί με αναβιβασμό τού τόνου όταν η πρόθεση έπεται τού ονόματος, ενώ ο τ. περ κατ' αποκοπήν τού περί. Η πρόθεση περί μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στους σύνθ. τ. periroqo = περίλοιποι, peritowo = Πειρίθοος, perimede = Περιμήδης, perirawo = ΠερίλαFος. Τέλος, η πρόθεση περί απαντά ως α' συνθετικό πολλών λ. (βλ. περι-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περί — round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρι — περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… …   Dictionary of Greek

  • περί — πρόθ., για …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και …   Dictionary of Greek

  • Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”